κολυμπάδα

κολυμπάδα
η (AM κολυμβάς, -άδος)
(για τις ελιές) αυτή που διατηρείται στην άλμη
αρχ.
1. το πτηνό κολυμβίς*
2. είδος θάμνου, στοιβή*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολυμπάδα < κολυμβάς < κόλυμβος + κατάλ. -άς (πρβλ. δρομ-άς, καρκιν-άς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλμάς — ἁλμάς ( άδος), η (Α) [ἅλμη] η ελιά που διατηρείται σε άλμη, αλμυρή, αλατισμένη, κολυμπάδα (με το ουσιαστικό ελαία, ελάα και απόλυτα, χωρίς αυτό) …   Dictionary of Greek

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

  • κολυμβάς — κολυμβάς, άδος, ή (AM) βλ. κολυμπάδα …   Dictionary of Greek

  • νήκτης — νήκτης, ό, θηλ. νηκτρίς (Α) 1. αυτός που κολυμπά, ο κολυμβητής 2. το θηλ. ελιά που διατηρείται στην άλμη, κολυμπάδα, κολυμβάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νήχω «κολυμπώ» + κατάλ. της (πρβλ. δέκ της). Ο τ. νηκτρίς < θ. νηκ + επίθημα τρίς (πρβλ. ψηκ τρίς)] …   Dictionary of Greek

  • νευστός — ή, όν (Α νευστός, ή, όν) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το νευστό(ν) όρος τής οικολογίας που αναφέρεται σε μικρούς έως μεσαίου μεγέθους οργανισμούς που ζουν επάνω στην επιφάνεια ή είναι συνδεδεμένοι με την κάτω επιφάνεια τού επιφανειακού υμενίου ήρεμων… …   Dictionary of Greek

  • φθινοπωρίς — ίδος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) 1. ανώμαλος τ. θηλ. τού φθινοπωρινός 2. (ενν. ἐλαία) ελιά που διατηρείται στην άλμη, κολυμπάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθινόπωρον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. μετωπ ίς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”